- ρυπαντικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί στη ρύπανση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρυπαντικός — ή, ό, Ν [ρυπαντής] αυτός που συντελεί στη ρύπανση, αυτός που προκαλεί ρύπανση, μολυσματικός. Επιρρ. ρυπαντικώς και ρυπαντικά Ν με ρυπαντικό τρόπο … Dictionary of Greek